σκαπτικά
Смотреть что такое "σκαπτικά" в других словарях:
σκαπτικά — σκαπτικά, τα και σκαφτικά, τα δαπάνη για το σκάψιμο, αμοιβή του σκαφτιά: Έσκαψαν μόνοι τους τον κήπο και έτσι γλίτωσαν τα σκαφτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαπτικός — και σκαφτικός, ή, ό, Ν [σκάπτω / σκάφτω] 1. αυτός που αναφέρεται στο σκάψιμο ή που είναι κατάλληλος για σκάψιμο (α. «σκαπτικά εργαλεία» β. «σκαπτική μηχανή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκαπτικά και σκαφτικά η πληρωμή για το σκάψιμο, η αμοιβή… … Dictionary of Greek
ταναϊδώδη — τα, Ν ζωολ. τάξη μαλακόστρακων καρκινοειδών που περιλαμβάνει 500 περίπου μικροσκοπικά σκαπτικά είδη με πεπλατυσμένο, νωτοκοιλιακά, σώμα, που χαρακτηρίζεται από τη σύντηξη τού κεφαλιού με τα δύο πρώτα θωρακικά μεταμερή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek
Λευκόπετρα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 51 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 17 χλμ. ΝΔ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. Έως το 1953 ονομαζόταν ‘Ισβορος. Αρχαιολογία μνημεία.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ορυκτολογικό Λαυρίου — Στεγάζεται από το 1986 σε ένα αναπαλαιωμένο πέτρινο κτίριο του 1873 (Α. Κορδέλλα), δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αι., και ανήκει στην Εταιρεία Μελετών της Λαυρεωτικής. Από τα χίλια περίπου δείγματα ορυκτών της συλλογής της… … Dictionary of Greek
πομπίλιος — (pompilius). Γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό της οικογένειας των Πομπιλιδών. Οι π. είναι λεπτά έντομα, με χρώμα συνήθως γαλάζιο και με μακριά αγκαθωτά πόδια. Είναι έντομα σαρκοφάγα και σκαπτικά. Το είδοςπ. ο βιατικόςέχει χρώμα μελανό με γκρίζες … Dictionary of Greek
σκαπτικός — ή, ό κατάλληλος για σκάψιμο: Αγόρασαν καινούρια σκαπτικά εργαλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαφτικά — τα βλ. σκαπτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)